Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πελεκῖνος
πελεκισμός
πέλεκκον
πελεκοφόρος
πέλεκυς
πελεκυφόρος
πελεμίζω
πελιαίνομαι
Πελιάς
Πελίας
πελιδνός
πελίδνωμα
Πελινναῖον
πελιόομαι
πελιός
πελιότης
πελίωμα
πελίωσις
πέλλα
Πέλλα
πελλαντήρ
View word page
πελιδνός
livid

ShortDef

livid

Debugging

Headword:
πελιδνός
Headword (normalized):
πελιδνός
Headword (normalized/stripped):
πελιδνος
IDX:
67696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67697
Key:

Data

{'content': 'livid'}