Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πελεκητρίς
πελεκίζω
πελεκινοειδής
πελεκῖνος
πελεκισμός
πέλεκκον
πελεκοφόρος
πέλεκυς
πελεκυφόρος
πελεμίζω
πελιαίνομαι
Πελιάς
Πελίας
πελιδνός
πελίδνωμα
Πελινναῖον
πελιόομαι
πελιός
πελιότης
πελίωμα
πελίωσις
View word page
πελιαίνομαι
to be or become livid

ShortDef

to be or become livid

Debugging

Headword:
πελιαίνομαι
Headword (normalized):
πελιαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
πελιαινομαι
IDX:
67693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67694
Key:

Data

{'content': 'to be or become livid'}