Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πελεκητής
πελεκητός
πελεκητρίς
πελεκίζω
πελεκινοειδής
πελεκῖνος
πελεκισμός
πέλεκκον
πελεκοφόρος
πέλεκυς
πελεκυφόρος
πελεμίζω
πελιαίνομαι
Πελιάς
Πελίας
πελιδνός
πελίδνωμα
Πελινναῖον
πελιόομαι
πελιός
πελιότης
View word page
πελεκυφόρος
an axe-bearer
ShortDef
an axe-bearer
Debugging
Headword:
πελεκυφόρος
Headword (normalized):
πελεκυφόρος
Headword (normalized/stripped):
πελεκυφορος
IDX:
67691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67692
Key:
Data
{'content': 'an axe-bearer'}