Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πελέκησις
πελεκητής
πελεκητός
πελεκητρίς
πελεκίζω
πελεκινοειδής
πελεκῖνος
πελεκισμός
πέλεκκον
πελεκοφόρος
πέλεκυς
πελεκυφόρος
πελεμίζω
πελιαίνομαι
Πελιάς
Πελίας
πελιδνός
πελίδνωμα
Πελινναῖον
πελιόομαι
πελιός
View word page
πέλεκυς
an axe
ShortDef
an axe
Debugging
Headword:
πέλεκυς
Headword (normalized):
πέλεκυς
Headword (normalized/stripped):
πελεκυς
IDX:
67690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67691
Key:
Data
{'content': 'an axe'}