Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πελεκανός
πελεκᾶς
πελεκάω
πελέκημα
πελέκησις
πελεκητής
πελεκητός
πελεκητρίς
πελεκίζω
πελεκινοειδής
πελεκῖνος
πελεκισμός
πέλεκκον
πελεκοφόρος
πέλεκυς
πελεκυφόρος
πελεμίζω
πελιαίνομαι
Πελιάς
Πελίας
πελιδνός
View word page
πελεκῖνος
pelican
ShortDef
pelican
Debugging
Headword:
πελεκῖνος
Headword (normalized):
πελεκῖνος
Headword (normalized/stripped):
πελεκινος
IDX:
67686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67687
Key:
Data
{'content': 'pelican'}