Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πελειοθρέμμων
πελείους
πελεκάν
πελεκανός
πελεκᾶς
πελεκάω
πελέκημα
πελέκησις
πελεκητής
πελεκητός
πελεκητρίς
πελεκίζω
πελεκινοειδής
πελεκῖνος
πελεκισμός
πέλεκκον
πελεκοφόρος
πέλεκυς
πελεκυφόρος
πελεμίζω
πελιαίνομαι
View word page
πελεκητρίς
dolabra
ShortDef
dolabra
Debugging
Headword:
πελεκητρίς
Headword (normalized):
πελεκητρίς
Headword (normalized/stripped):
πελεκητρις
IDX:
67683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67684
Key:
Data
{'content': 'dolabra'}