Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πελειάς
πελειοθρέμμων
πελείους
πελεκάν
πελεκανός
πελεκᾶς
πελεκάω
πελέκημα
πελέκησις
πελεκητής
πελεκητός
πελεκητρίς
πελεκίζω
πελεκινοειδής
πελεκῖνος
πελεκισμός
πέλεκκον
πελεκοφόρος
πέλεκυς
πελεκυφόρος
πελεμίζω
View word page
πελεκητός
hewn
ShortDef
hewn
Debugging
Headword:
πελεκητός
Headword (normalized):
πελεκητός
Headword (normalized/stripped):
πελεκητος
IDX:
67682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67683
Key:
Data
{'content': 'hewn'}