Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Πελειάδες
πελειάς
πελειοθρέμμων
πελείους
πελεκάν
πελεκανός
πελεκᾶς
πελεκάω
πελέκημα
πελέκησις
πελεκητής
πελεκητός
πελεκητρίς
πελεκίζω
πελεκινοειδής
πελεκῖνος
πελεκισμός
πέλεκκον
πελεκοφόρος
πέλεκυς
πελεκυφόρος
View word page
πελεκητής
hewer
ShortDef
hewer
Debugging
Headword:
πελεκητής
Headword (normalized):
πελεκητής
Headword (normalized/stripped):
πελεκητης
IDX:
67681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67682
Key:
Data
{'content': 'hewer'}