Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πέλεια
Πελειάδες
πελειάς
πελειοθρέμμων
πελείους
πελεκάν
πελεκανός
πελεκᾶς
πελεκάω
πελέκημα
πελέκησις
πελεκητής
πελεκητός
πελεκητρίς
πελεκίζω
πελεκινοειδής
πελεκῖνος
πελεκισμός
πέλεκκον
πελεκοφόρος
πέλεκυς
View word page
πελέκησις
hewing

ShortDef

hewing

Debugging

Headword:
πελέκησις
Headword (normalized):
πελέκησις
Headword (normalized/stripped):
πελεκησις
IDX:
67680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67681
Key:

Data

{'content': 'hewing'}