Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναφώνησις
ἀναφωνητής
ἀναφωνητικῶς
ἀναχάζομαι
ἀναχάζω
ἀναχαιτίζω
ἀναχαίτισις
ἀναχαλασμός
ἀναχαλαστικός
ἀναχαλάω
ἀναχαλκεύω
ἀναχάραγή
ἀναχαράσσω
Ἀνάχαρσις
ἀναχάσκω
ἀναχαυνόω
ἀναχειρίζομαι
ἀναχελύσσομαι
ἀναχέω
ἀναχλαινόω
ἀναχλιαίνω
View word page
ἀναχαλκεύω
forge anew

ShortDef

forge anew

Debugging

Headword:
ἀναχαλκεύω
Headword (normalized):
ἀναχαλκεύω
Headword (normalized/stripped):
αναχαλκευω
IDX:
6767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6768
Key:

Data

{'content': 'forge anew'}