Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πελεθοβάψ
πέλεθος
πέλεια
Πελειάδες
πελειάς
πελειοθρέμμων
πελείους
πελεκάν
πελεκανός
πελεκᾶς
πελεκάω
πελέκημα
πελέκησις
πελεκητής
πελεκητός
πελεκητρίς
πελεκίζω
πελεκινοειδής
πελεκῖνος
πελεκισμός
πέλεκκον
View word page
πελεκάω
to hew

ShortDef

to hew

Debugging

Headword:
πελεκάω
Headword (normalized):
πελεκάω
Headword (normalized/stripped):
πελεκαω
IDX:
67678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67679
Key:

Data

{'content': 'to hew'}