Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πέλασις
πελάτης
πελατικός
πελάτις
πελεθοβάψ
πέλεθος
πέλεια
Πελειάδες
πελειάς
πελειοθρέμμων
πελείους
πελεκάν
πελεκανός
πελεκᾶς
πελεκάω
πελέκημα
πελέκησις
πελεκητής
πελεκητός
πελεκητρίς
πελεκίζω
View word page
πελείους
old (Epirot word)
ShortDef
old (Epirot word)
Debugging
Headword:
πελείους
Headword (normalized):
πελείους
Headword (normalized/stripped):
πελειους
IDX:
67674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67675
Key:
Data
{'content': 'old (Epirot word)'}