Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πελαργιδεύς
πελαργικός
πελαργός
πελαργόχρως
πελαργώδης
πέλας
Πελασγικός
Πελασγιῶται
Πελασγός
πέλασις
πελάτης
πελατικός
πελάτις
πελεθοβάψ
πέλεθος
πέλεια
Πελειάδες
πελειάς
πελειοθρέμμων
πελείους
πελεκάν
View word page
πελάτης
one who approaches: neighbor, dependent

ShortDef

one who approaches: neighbor, dependent

Debugging

Headword:
πελάτης
Headword (normalized):
πελάτης
Headword (normalized/stripped):
πελατης
IDX:
67665
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67666
Key:

Data

{'content': 'one who approaches: neighbor, dependent'}