Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πελάζω
πελάθω
πελανός
πελαργιδεύς
πελαργικός
πελαργός
πελαργόχρως
πελαργώδης
πέλας
Πελασγικός
Πελασγιῶται
Πελασγός
πέλασις
πελάτης
πελατικός
πελάτις
πελεθοβάψ
πέλεθος
πέλεια
Πελειάδες
πελειάς
View word page
Πελασγιῶται
Pelasgiotes
ShortDef
Pelasgiotes
Debugging
Headword:
Πελασγιῶται
Headword (normalized):
πελασγιῶται
Headword (normalized/stripped):
πελασγιωται
IDX:
67662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67663
Key:
Data
{'content': 'Pelasgiotes'}