Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναφωνή
ἀναφώνημα
ἀναφώνησις
ἀναφωνητής
ἀναφωνητικῶς
ἀναχάζομαι
ἀναχάζω
ἀναχαιτίζω
ἀναχαίτισις
ἀναχαλασμός
ἀναχαλαστικός
ἀναχαλάω
ἀναχαλκεύω
ἀναχάραγή
ἀναχαράσσω
Ἀνάχαρσις
ἀναχάσκω
ἀναχαυνόω
ἀναχειρίζομαι
ἀναχελύσσομαι
ἀναχέω
View word page
ἀναχαλαστικός
relaxing
ShortDef
relaxing
Debugging
Headword:
ἀναχαλαστικός
Headword (normalized):
ἀναχαλαστικός
Headword (normalized/stripped):
αναχαλαστικος
IDX:
6765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6766
Key:
Data
{'content': 'relaxing'}