Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πελαγόσδε
πελαγόστροφος
πελαγόω
Πελάγων
πελάζω
πελάθω
πελανός
πελαργιδεύς
πελαργικός
πελαργός
πελαργόχρως
πελαργώδης
πέλας
Πελασγικός
Πελασγιῶται
Πελασγός
πέλασις
πελάτης
πελατικός
πελάτις
πελεθοβάψ
View word page
πελαργόχρως
stork-coloured
ShortDef
stork-coloured
Debugging
Headword:
πελαργόχρως
Headword (normalized):
πελαργόχρως
Headword (normalized/stripped):
πελαργοχρως
IDX:
67658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67659
Key:
Data
{'content': 'stork-coloured'}