Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πελαγοδρομέω
πελαγοδρόμος
πέλαγος
πελαγόσδε
πελαγόστροφος
πελαγόω
Πελάγων
πελάζω
πελάθω
πελανός
πελαργιδεύς
πελαργικός
πελαργός
πελαργόχρως
πελαργώδης
πέλας
Πελασγικός
Πελασγιῶται
Πελασγός
πέλασις
πελάτης
View word page
πελαργιδεύς
a young stork

ShortDef

a young stork

Debugging

Headword:
πελαργιδεύς
Headword (normalized):
πελαργιδεύς
Headword (normalized/stripped):
πελαργιδευς
IDX:
67655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67656
Key:

Data

{'content': 'a young stork'}