Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πεισμονή
πειστέον
πειστέος
πειστήρ
πειστήριος
πειστικός
Πείσων
πεκούλιον
πεκτέω
πεκτήρ
πέκω
πελαγίζω
πελάγιος
πελαγισμός
πελαγῖτις
πελαγοδρομέω
πελαγοδρόμος
πέλαγος
πελαγόσδε
πελαγόστροφος
πελαγόω
View word page
πέκω
to comb
ShortDef
to comb
Debugging
Headword:
πέκω
Headword (normalized):
πέκω
Headword (normalized/stripped):
πεκω
IDX:
67640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67641
Key:
Data
{'content': 'to comb'}