Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πεισματικός
πεισμάτιον
πεισμάτιος
πεισμονή
πειστέον
πειστέος
πειστήρ
πειστήριος
πειστικός
Πείσων
πεκούλιον
πεκτέω
πεκτήρ
πέκω
πελαγίζω
πελάγιος
πελαγισμός
πελαγῖτις
πελαγοδρομέω
πελαγοδρόμος
πέλαγος
View word page
πεκούλιον
peculium
ShortDef
peculium
Debugging
Headword:
πεκούλιον
Headword (normalized):
πεκούλιον
Headword (normalized/stripped):
πεκουλιον
IDX:
67637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67638
Key:
Data
{'content': 'peculium'}