Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πεῖσμα2
πεισματικός
πεισμάτιον
πεισμάτιος
πεισμονή
πειστέον
πειστέος
πειστήρ
πειστήριος
πειστικός
Πείσων
πεκούλιον
πεκτέω
πεκτήρ
πέκω
πελαγίζω
πελάγιος
πελαγισμός
πελαγῖτις
πελαγοδρομέω
πελαγοδρόμος
View word page
Πείσων
Pison
ShortDef
Pison
Debugging
Headword:
Πείσων
Headword (normalized):
πείσων
Headword (normalized/stripped):
πεισων
IDX:
67636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67637
Key:
Data
{'content': 'Pison'}