Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πεῖσμα
πεῖσμα2
πεισματικός
πεισμάτιον
πεισμάτιος
πεισμονή
πειστέον
πειστέος
πειστήρ
πειστήριος
πειστικός
Πείσων
πεκούλιον
πεκτέω
πεκτήρ
πέκω
πελαγίζω
πελάγιος
πελαγισμός
πελαγῖτις
πελαγοδρομέω
View word page
πειστικός
persuasive
ShortDef
persuasive
Debugging
Headword:
πειστικός
Headword (normalized):
πειστικός
Headword (normalized/stripped):
πειστικος
IDX:
67635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67636
Key:
Data
{'content': 'persuasive'}