Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πεισιχάλινος
πεῖσμα
πεῖσμα2
πεισματικός
πεισμάτιον
πεισμάτιος
πεισμονή
πειστέον
πειστέος
πειστήρ
πειστήριος
πειστικός
Πείσων
πεκούλιον
πεκτέω
πεκτήρ
πέκω
πελαγίζω
πελάγιος
πελαγισμός
πελαγῖτις
View word page
πειστήριος
persuasive
ShortDef
persuasive
Debugging
Headword:
πειστήριος
Headword (normalized):
πειστήριος
Headword (normalized/stripped):
πειστηριος
IDX:
67634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67635
Key:
Data
{'content': 'persuasive'}