Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πεισίστρατος
πεισιχάλινος
πεῖσμα
πεῖσμα2
πεισματικός
πεισμάτιον
πεισμάτιος
πεισμονή
πειστέον
πειστέος
πειστήρ
πειστήριος
πειστικός
Πείσων
πεκούλιον
πεκτέω
πεκτήρ
πέκω
πελαγίζω
πελάγιος
πελαγισμός
View word page
πειστήρ
a rope

ShortDef

a rope

Debugging

Headword:
πειστήρ
Headword (normalized):
πειστήρ
Headword (normalized/stripped):
πειστηρ
IDX:
67633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67634
Key:

Data

{'content': 'a rope'}