Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεισίμβροτος
πεῖσις
Πεισιστρατίδης
Πεισίστρατος
πεισιχάλινος
πεῖσμα
πεῖσμα2
πεισματικός
πεισμάτιον
πεισμάτιος
πεισμονή
πειστέον
πειστέος
πειστήρ
πειστήριος
πειστικός
Πείσων
πεκούλιον
πεκτέω
πεκτήρ
πέκω
View word page
πεισμονή
persuasion

ShortDef

persuasion

Debugging

Headword:
πεισμονή
Headword (normalized):
πεισμονή
Headword (normalized/stripped):
πεισμονη
IDX:
67630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67631
Key:

Data

{'content': 'persuasion'}