Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεισιθάνατος
πεισίμβροτος
πεῖσις
Πεισιστρατίδης
Πεισίστρατος
πεισιχάλινος
πεῖσμα
πεῖσμα2
πεισματικός
πεισμάτιον
πεισμάτιος
πεισμονή
πειστέον
πειστέος
πειστήρ
πειστήριος
πειστικός
Πείσων
πεκούλιον
πεκτέω
πεκτήρ
View word page
πεισμάτιος
busied with cables

ShortDef

busied with cables

Debugging

Headword:
πεισμάτιος
Headword (normalized):
πεισμάτιος
Headword (normalized/stripped):
πεισματιος
IDX:
67629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67630
Key:

Data

{'content': 'busied with cables'}