Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πεισίβροτος
πεισιθάνατος
πεισίμβροτος
πεῖσις
Πεισιστρατίδης
Πεισίστρατος
πεισιχάλινος
πεῖσμα
πεῖσμα2
πεισματικός
πεισμάτιον
πεισμάτιος
πεισμονή
πειστέον
πειστέος
πειστήρ
πειστήριος
πειστικός
Πείσων
πεκούλιον
πεκτέω
View word page
πεισμάτιον
umbilical cord
ShortDef
umbilical cord
Debugging
Headword:
πεισμάτιον
Headword (normalized):
πεισμάτιον
Headword (normalized/stripped):
πεισματιον
IDX:
67628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67629
Key:
Data
{'content': 'umbilical cord'}