Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Πεισιανάκτειος
Πεισιάναξ
Πεισίας
πεισίβροτος
πεισιθάνατος
πεισίμβροτος
πεῖσις
Πεισιστρατίδης
Πεισίστρατος
πεισιχάλινος
πεῖσμα
πεῖσμα2
πεισματικός
πεισμάτιον
πεισμάτιος
πεισμονή
πειστέον
πειστέος
πειστήρ
πειστήριος
πειστικός
View word page
πεῖσμα
a ship's cable
ShortDef
a ship's cable
persuasion, confidence
Debugging
Headword:
πεῖσμα
Headword (normalized):
πεῖσμα
Headword (normalized/stripped):
πεισμα
IDX:
67625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67626
Key:
Data
{'content': "a ship's cable"}