Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πεισήνωρ
Πεισιανάκτειος
Πεισιάναξ
Πεισίας
πεισίβροτος
πεισιθάνατος
πεισίμβροτος
πεῖσις
Πεισιστρατίδης
Πεισίστρατος
πεισιχάλινος
πεῖσμα
πεῖσμα2
πεισματικός
πεισμάτιον
πεισμάτιος
πεισμονή
πειστέον
πειστέος
πειστήρ
πειστήριος
View word page
πεισιχάλινος
obeying the rein

ShortDef

obeying the rein

Debugging

Headword:
πεισιχάλινος
Headword (normalized):
πεισιχάλινος
Headword (normalized/stripped):
πεισιχαλινος
IDX:
67624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67625
Key:

Data

{'content': 'obeying the rein'}