Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πειρατικός
πειράω
Πειρήνη
πειρητίζω
Πειρίθοος
πείρινς
πείρω
πεῖσα
Πείσανδρος
Πεισηνορίδης
Πεισήνωρ
Πεισιανάκτειος
Πεισιάναξ
Πεισίας
πεισίβροτος
πεισιθάνατος
πεισίμβροτος
πεῖσις
Πεισιστρατίδης
Πεισίστρατος
πεισιχάλινος
View word page
Πεισήνωρ
Pisenor
ShortDef
Pisenor
Debugging
Headword:
Πεισήνωρ
Headword (normalized):
πεισήνωρ
Headword (normalized/stripped):
πεισηνωρ
IDX:
67614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67615
Key:
Data
{'content': 'Pisenor'}