Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πειρατής
πειρατικός
πειράω
Πειρήνη
πειρητίζω
Πειρίθοος
πείρινς
πείρω
πεῖσα
Πείσανδρος
Πεισηνορίδης
Πεισήνωρ
Πεισιανάκτειος
Πεισιάναξ
Πεισίας
πεισίβροτος
πεισιθάνατος
πεισίμβροτος
πεῖσις
Πεισιστρατίδης
Πεισίστρατος
View word page
Πεισηνορίδης
son of Pisenor, Ops

ShortDef

son of Pisenor, Ops

Debugging

Headword:
Πεισηνορίδης
Headword (normalized):
πεισηνορίδης
Headword (normalized/stripped):
πεισηνοριδης
IDX:
67613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67614
Key:

Data

{'content': 'son of Pisenor, Ops'}