Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πειρατέον
πειρατέος
πειρατεύω
πειρατήριον
πειρατήριος
πειρατής
πειρατικός
πειράω
Πειρήνη
πειρητίζω
Πειρίθοος
πείρινς
πείρω
πεῖσα
Πείσανδρος
Πεισηνορίδης
Πεισήνωρ
Πεισιανάκτειος
Πεισιάναξ
Πεισίας
πεισίβροτος
View word page
Πειρίθοος
Pirithous
ShortDef
Pirithous
Debugging
Headword:
Πειρίθοος
Headword (normalized):
πειρίθοος
Headword (normalized/stripped):
πειριθοος
IDX:
67608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67609
Key:
Data
{'content': 'Pirithous'}