Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πειρασμός
πειραστής
πειραστικός
πειρατέον
πειρατέος
πειρατεύω
πειρατήριον
πειρατήριος
πειρατής
πειρατικός
πειράω
Πειρήνη
πειρητίζω
Πειρίθοος
πείρινς
πείρω
πεῖσα
Πείσανδρος
Πεισηνορίδης
Πεισήνωρ
Πεισιανάκτειος
View word page
πειράω
to attempt, endeavour, try
ShortDef
to attempt, endeavour, try
Debugging
Headword:
πειράω
Headword (normalized):
πειράω
Headword (normalized/stripped):
πειραω
IDX:
67605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67606
Key:
Data
{'content': 'to attempt, endeavour, try'}