Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πείρασις
πειρασμός
πειραστής
πειραστικός
πειρατέον
πειρατέος
πειρατεύω
πειρατήριον
πειρατήριος
πειρατής
πειρατικός
πειράω
Πειρήνη
πειρητίζω
Πειρίθοος
πείρινς
πείρω
πεῖσα
Πείσανδρος
Πεισηνορίδης
Πεισήνωρ
View word page
πειρατικός
piratical
ShortDef
piratical
Debugging
Headword:
πειρατικός
Headword (normalized):
πειρατικός
Headword (normalized/stripped):
πειρατικος
IDX:
67604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67605
Key:
Data
{'content': 'piratical'}