Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πεῖρας
πείρασις
πειρασμός
πειραστής
πειραστικός
πειρατέον
πειρατέος
πειρατεύω
πειρατήριον
πειρατήριος
πειρατής
πειρατικός
πειράω
Πειρήνη
πειρητίζω
Πειρίθοος
πείρινς
πείρω
πεῖσα
Πείσανδρος
Πεισηνορίδης
View word page
πειρατής
a pirate
ShortDef
a pirate
Debugging
Headword:
πειρατής
Headword (normalized):
πειρατής
Headword (normalized/stripped):
πειρατης
IDX:
67603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67604
Key:
Data
{'content': 'a pirate'}