Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεῖραρ
πεῖρας
πείρασις
πειρασμός
πειραστής
πειραστικός
πειρατέον
πειρατέος
πειρατεύω
πειρατήριον
πειρατήριος
πειρατής
πειρατικός
πειράω
Πειρήνη
πειρητίζω
Πειρίθοος
πείρινς
πείρω
πεῖσα
Πείσανδρος
View word page
πειρατήριος
tentative : directed to production

ShortDef

tentative : directed to production

Debugging

Headword:
πειρατήριος
Headword (normalized):
πειρατήριος
Headword (normalized/stripped):
πειρατηριος
IDX:
67602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67603
Key:

Data

{'content': 'tentative : directed to production'}