Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Πείραιος
πεῖραρ
πεῖρας
πείρασις
πειρασμός
πειραστής
πειραστικός
πειρατέον
πειρατέος
πειρατεύω
πειρατήριον
πειρατήριος
πειρατής
πειρατικός
πειράω
Πειρήνη
πειρητίζω
Πειρίθοος
πείρινς
πείρω
πεῖσα
View word page
πειρατήριον
ordeal
ShortDef
ordeal
Debugging
Headword:
πειρατήριον
Headword (normalized):
πειρατήριον
Headword (normalized/stripped):
πειρατηριον
IDX:
67601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67602
Key:
Data
{'content': 'ordeal'}