Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Πείραιον
Πείραιος
πεῖραρ
πεῖρας
πείρασις
πειρασμός
πειραστής
πειραστικός
πειρατέον
πειρατέος
πειρατεύω
πειρατήριον
πειρατήριος
πειρατής
πειρατικός
πειράω
Πειρήνη
πειρητίζω
Πειρίθοος
πείρινς
πείρω
View word page
πειρατεύω
to be a pirate
ShortDef
to be a pirate
Debugging
Headword:
πειρατεύω
Headword (normalized):
πειρατεύω
Headword (normalized/stripped):
πειρατευω
IDX:
67600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67601
Key:
Data
{'content': 'to be a pirate'}