Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγοραστής
ἀγοραστικός
ἀγοραστός
Ἀγόρατος
ἀγόρευσις
ἀγορευτήριον
ἀγορευτής
ἀγορεύω
ἀγορή
ἀγορηγός
ἀγορῆθεν
ἀγορήνδε
ἀγορήτης
ἀγορητής
ἀγορητύς
ἀγορῆφι
ἀγός
ἄγος
ἄγος2
ἀγοστός
ἄγουρος
View word page
ἀγορῆθεν
from the Assembly

ShortDef

from the Assembly

Debugging

Headword:
ἀγορῆθεν
Headword (normalized):
ἀγορῆθεν
Headword (normalized/stripped):
αγορηθεν
IDX:
675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-676
Key:

Data

{'content': 'from the Assembly'}