Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Πειραϊκός
πειραϊκός
πειραίνω
Πείραιον
Πείραιος
πεῖραρ
πεῖρας
πείρασις
πειρασμός
πειραστής
πειραστικός
πειρατέον
πειρατέος
πειρατεύω
πειρατήριον
πειρατήριος
πειρατής
πειρατικός
πειράω
Πειρήνη
πειρητίζω
View word page
πειραστικός
tentative
ShortDef
tentative
Debugging
Headword:
πειραστικός
Headword (normalized):
πειραστικός
Headword (normalized/stripped):
πειραστικος
IDX:
67597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67598
Key:
Data
{'content': 'tentative'}