Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Πειραιεύς
Πειραϊκός
πειραϊκός
πειραίνω
Πείραιον
Πείραιος
πεῖραρ
πεῖρας
πείρασις
πειρασμός
πειραστής
πειραστικός
πειρατέον
πειρατέος
πειρατεύω
πειρατήριον
πειρατήριος
πειρατής
πειρατικός
πειράω
Πειρήνη
View word page
πειραστής
tempter
ShortDef
tempter
Debugging
Headword:
πειραστής
Headword (normalized):
πειραστής
Headword (normalized/stripped):
πειραστης
IDX:
67596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67597
Key:
Data
{'content': 'tempter'}