Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πειραΐδης
Πειραιεύς
Πειραϊκός
πειραϊκός
πειραίνω
Πείραιον
Πείραιος
πεῖραρ
πεῖρας
πείρασις
πειρασμός
πειραστής
πειραστικός
πειρατέον
πειρατέος
πειρατεύω
πειρατήριον
πειρατήριος
πειρατής
πειρατικός
πειράω
View word page
πειρασμός
trial, temptation

ShortDef

trial, temptation

Debugging

Headword:
πειρασμός
Headword (normalized):
πειρασμός
Headword (normalized/stripped):
πειρασμος
IDX:
67595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67596
Key:

Data

{'content': 'trial, temptation'}