Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πειράζω
Πειραΐδης
Πειραιεύς
Πειραϊκός
πειραϊκός
πειραίνω
Πείραιον
Πείραιος
πεῖραρ
πεῖρας
πείρασις
πειρασμός
πειραστής
πειραστικός
πειρατέον
πειρατέος
πειρατεύω
πειρατήριον
πειρατήριος
πειρατής
πειρατικός
View word page
πείρασις
attempt

ShortDef

attempt

Debugging

Headword:
πείρασις
Headword (normalized):
πείρασις
Headword (normalized/stripped):
πειρασις
IDX:
67594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67595
Key:

Data

{'content': 'attempt'}