Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πειρά
πειράζω
Πειραΐδης
Πειραιεύς
Πειραϊκός
πειραϊκός
πειραίνω
Πείραιον
Πείραιος
πεῖραρ
πεῖρας
πείρασις
πειρασμός
πειραστής
πειραστικός
πειρατέον
πειρατέος
πειρατεύω
πειρατήριον
πειρατήριος
πειρατής
View word page
πεῖρας
limit

ShortDef

limit

Debugging

Headword:
πεῖρας
Headword (normalized):
πεῖρας
Headword (normalized/stripped):
πειρας
IDX:
67593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67594
Key:

Data

{'content': 'limit'}