Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πειναλέος
πεινάω
πεινητικός
πεῖρα
πειρά
πειράζω
Πειραΐδης
Πειραιεύς
Πειραϊκός
πειραϊκός
πειραίνω
Πείραιον
Πείραιος
πεῖραρ
πεῖρας
πείρασις
πειρασμός
πειραστής
πειραστικός
πειρατέον
πειρατέος
View word page
πειραίνω
to fasten by the two ends, to tie fast
ShortDef
to fasten by the two ends, to tie fast
Debugging
Headword:
πειραίνω
Headword (normalized):
πειραίνω
Headword (normalized/stripped):
πειραινω
IDX:
67589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67590
Key:
Data
{'content': 'to fasten by the two ends, to tie fast'}