Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πειθοδικαιόσυνος
Πειθώ
πειθώ
πείθω
πεῖνα
πειναλέος
πεινάω
πεινητικός
πεῖρα
πειρά
πειράζω
Πειραΐδης
Πειραιεύς
Πειραϊκός
πειραϊκός
πειραίνω
Πείραιον
Πείραιος
πεῖραρ
πεῖρας
πείρασις
View word page
πειράζω
to make proof

ShortDef

to make proof

Debugging

Headword:
πειράζω
Headword (normalized):
πειράζω
Headword (normalized/stripped):
πειραζω
IDX:
67584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67585
Key:

Data

{'content': 'to make proof'}