Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πειθήμων
πειθήνιος
πειθοδικαιόσυνος
Πειθώ
πειθώ
πείθω
πεῖνα
πειναλέος
πεινάω
πεινητικός
πεῖρα
πειρά
πειράζω
Πειραΐδης
Πειραιεύς
Πειραϊκός
πειραϊκός
πειραίνω
Πείραιον
Πείραιος
πεῖραρ
View word page
πεῖρα
a trial, attempt, essay, experiment

ShortDef

a trial, attempt, essay, experiment

Debugging

Headword:
πεῖρα
Headword (normalized):
πεῖρα
Headword (normalized/stripped):
πειρα
IDX:
67582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67583
Key:

Data

{'content': 'a trial, attempt, essay, experiment'}