Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πείθαρχος
πειθήμων
πειθήνιος
πειθοδικαιόσυνος
Πειθώ
πειθώ
πείθω
πεῖνα
πειναλέος
πεινάω
πεινητικός
πεῖρα
πειρά
πειράζω
Πειραΐδης
Πειραιεύς
Πειραϊκός
πειραϊκός
πειραίνω
Πείραιον
Πείραιος
View word page
πεινητικός
suffering from hunger

ShortDef

suffering from hunger

Debugging

Headword:
πεινητικός
Headword (normalized):
πεινητικός
Headword (normalized/stripped):
πεινητικος
IDX:
67581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67582
Key:

Data

{'content': 'suffering from hunger'}