Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πειθαρχικός
πείθαρχος
πειθήμων
πειθήνιος
πειθοδικαιόσυνος
Πειθώ
πειθώ
πείθω
πεῖνα
πειναλέος
πεινάω
πεινητικός
πεῖρα
πειρά
πειράζω
Πειραΐδης
Πειραιεύς
Πειραϊκός
πειραϊκός
πειραίνω
Πείραιον
View word page
πεινάω
to be hungry, suffer hunger, be famished
ShortDef
to be hungry, suffer hunger, be famished
Debugging
Headword:
πεινάω
Headword (normalized):
πεινάω
Headword (normalized/stripped):
πειναω
IDX:
67580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67581
Key:
Data
{'content': 'to be hungry, suffer hunger, be famished'}