Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πειθάνωρ
πειθαρχέω
πειθαρχία
πειθαρχικός
πείθαρχος
πειθήμων
πειθήνιος
πειθοδικαιόσυνος
Πειθώ
πειθώ
πείθω
πεῖνα
πειναλέος
πεινάω
πεινητικός
πεῖρα
πειρά
πειράζω
Πειραΐδης
Πειραιεύς
Πειραϊκός
View word page
πείθω
to prevail upon, win over, persuade

ShortDef

to prevail upon, win over, persuade

Debugging

Headword:
πείθω
Headword (normalized):
πείθω
Headword (normalized/stripped):
πειθω
IDX:
67577
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67578
Key:

Data

{'content': 'to prevail upon, win over, persuade'}