Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πειθανάγκη
πειθαναλογία
πειθάνωρ
πειθαρχέω
πειθαρχία
πειθαρχικός
πείθαρχος
πειθήμων
πειθήνιος
πειθοδικαιόσυνος
Πειθώ
πειθώ
πείθω
πεῖνα
πειναλέος
πεινάω
πεινητικός
πεῖρα
πειρά
πειράζω
Πειραΐδης
View word page
Πειθώ
Peitho, Persuasion

ShortDef

Peitho, Persuasion
persuasion

Debugging

Headword:
Πειθώ
Headword (normalized):
πειθώ
Headword (normalized/stripped):
πειθω
IDX:
67575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67576
Key:

Data

{'content': 'Peitho, Persuasion'}